- ἔντριτος
- -ος,-ον A 0-0-0-1-0=1 Eccl 4,12of three strands, threefold; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
έντριτος — (AM ἔντριτος, ον) (για σχοινί) φρ. «ἔντριτον λίνον ή σπαρτίον ή σχοινίον» το σχοινί που κατασκευάζεται από τρία συνεστραμμένα έμβολα*, δηλ. από τρεις κλωστές, τριπλό, τρίμπουλο, τρίκλωνο μσν. 1. αυτός που μεσιτεύει, ο μεσεγγυητής 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
ἔντριτον — ἔντριτος of three strands masc/fem acc sg ἔντριτος of three strands neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρίτου — ἔντριτος of three strands masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρίτων — ἔντριτος of three strands masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔντριτα — ἔντριτος of three strands neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
триплетенный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. ἔντριτος) втрое ссученный; (τρίπλοκος), весьма… … Словарь церковнославянского языка
σχοινί — Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα… … Dictionary of Greek